-
1 διαλυτης
-
2 διαλυτής
διαλυτήςmasc nom sg -
3 διαλύτης
διαλύτηςdissolver: masc nom sg -
4 διαλύτης
ο растворитель -
5 διαλυτής
ο полигр, тот, кто ссыпает набор -
6 διαλύτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαλύτης
-
7 διαλυτής
δια-λυτής, ὁ, der Auflöser, Zerstörer -
8 διαλυτήν
διαλυτήςmasc acc sg (attic epic ionic) -
9 çözücü
διαλύτης, έκδοχο -
10 eritici
διαλύτης -
11 растворитель
το διαλυτικό, ο διαλύτηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > растворитель
-
12 διαλυτά
διαλυτά̱, διαλυτήςmasc nom /voc /acc dualδιαλυτήςmasc voc sgδιαλυτήςmasc nom sg (epic)διαλυτόςneut nom /voc /acc pl -
13 проявитель
проявитель м фото о εμφανιστής' ο διαλύτης (раствор)* * *м фотоο εμφανιστής; ο διαλύτης ( раствор) -
14 διαλυτών
-
15 διαλυτῶν
-
16 διαλυτάς
διαλυτά̱ς, διαλυτήςmasc acc plδιαλυτά̱ς, διαλυτήςmasc nom sg (epic doric aeolic) -
17 сольвент
ο διαλύτης, το διαλυτικό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сольвент
-
18 сольвент-нафта
ο πετρελαϊκός διαλύτης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сольвент-нафта
-
19 электродиализ
η ηλεκτροδιάλυση, - атор ο ηλεκτρικός διαλυτής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > электродиализ
-
20 растворйтель
раствор||йтельм хим. ὁ διαλύτης.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
διαλυτής — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλύτης — dissolver masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλυτής — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε ουσία είναι ικανή να προκαλέσει διάλυση μίας άλλης ουσίας (διαλυτό). Ο δ. μπορεί να είναι υγρό, στερεό ή αέριο στοιχείο. Ο πιο γνωστός και ο πιο κοινός δ. είναι το νερό, αλλά υπάρχουν ειδικοί δ. για… … Dictionary of Greek
διαλύτης — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται οποιαδήποτε ουσία είναι ικανή να προκαλέσει διάλυση μίας άλλης ουσίας (διαλυτό). Ο δ. μπορεί να είναι υγρό, στερεό ή αέριο στοιχείο. Ο πιο γνωστός και ο πιο κοινός δ. είναι το νερό, αλλά υπάρχουν ειδικοί δ. για… … Dictionary of Greek
διαλύτης — ο (χημ.), υγρό που έχει την ιδιότητα να διαλύει ορισμένη ουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαλυτῶν — διαλύτης dissolver masc gen pl διαλυτής masc gen pl διαλυτός masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλυτοῦ — διαλυτής masc gen sg διαλυτός masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαλυτήν — διαλυτής masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άρωμα — Μείγμα διαφόρων ουσιών με ευχάριστη οσμή. Στην αρχαιότητα, χρησιμοποιούσαν α. για θυμίαση, κάπνισμα –η γαλλική λέξη parfum και η ιταλική profumo (= άρωμα) προέρχονται από το λατινικό per fumum (= με καπνό)– με καύση ξύλου ή αρωματικών ρητινών… … Dictionary of Greek
διαλυτότητα — Όρος με τον οποίο, σύμφωνα με έναν ορισμό γενικού χαρακτήρα ο οποίος ισχύει για όλα τα δυνατά διαλύματα, καθορίζεται η μέγιστη ποσότητα ενός σώματος που μπορεί να διαλυθεί σε μία συγκεκριμένη ποσότητα διαλύτη, σε ορισμένη θερμοκρασία. Με αυτό τον … Dictionary of Greek
διαλυτά — διαλυτά̱ , διαλυτής masc nom/voc/acc dual διαλυτής masc voc sg διαλυτής masc nom sg (epic) διαλυτός neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)